Κατανόηση του CLP
-
CLP
- Κατανόηση του CLP
- Ταξινόμηση ουσιών και μειγμάτων
- Επισήμανση και συσκευασία
- Εναρμονισμένη ταξινόμηση και επισήμανση (CLH)
- Νέες τάξεις κινδύνου 2023
- Εναλλακτική χημική ονομασία σε μείγματα
- Understanding Seveso
- Ευρετήριο ταξινόμησης και επισήμανσης
- Νομοθεσία
- Ο ρόλος των δοκιμών σύμφωνα με τον κανονισμό CLP
- Εφαρμογή της νομοθεσίας
- Υποκατάσταση με ασφαλέστερες χημικές ουσίες
- Nanomaterials
- Ουσίες που πιθανώς να προκαλέσουν ανησυχία
Κατανόηση του CLP
Ο κανονισμός για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία (CLP) [(ΕΚ) αριθ. 1272/2008] βασίζεται στο Παγκοσμίως Εναρμονισμένο Σύστημα των Ηνωμένων Εθνών (ΠΕΣ) και αποσκοπεί στη διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος, καθώς και της ελεύθερης κυκλοφορίας των ουσιών, των μειγμάτων και των αντικειμένων.
Ο κανονισμός CLP τροποποίησε την οδηγία για της επικίνδυνες ουσίες [67/548/ΕΟΚ (DSD)], την οδηγία για τα επικίνδυνα παρασκευάσματα [1999/45/ΕΚ (DPD)] και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (REACH), ενώ από την 1 Ιουνίου 2015 είναι η μόνη ισχύουσα νομοθετική πράξη στην ΕΕ για την ταξινόμηση και την επισήμανση των ουσιών και των μειγμάτων.
Ο κανονισμός CLP είναι νομικά δεσμευτικός για όλα τα κράτη μέλη και ισχύει άμεσα σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους. Απαιτεί από τους παρασκευαστές, τους εισαγωγείς ή τους μεταγενέστερους χρήστες ουσιών ή μειγμάτων να ταξινομούν, να επισημαίνουν και να συσκευάζουν κατάλληλα τις επικίνδυνες χημικές ουσίες τους προτού τις διαθέσουν στην αγορά.
Ένας από τους κύριους στόχους του κανονισμού CLP είναι να εξακριβωθεί κατά πόσο μία ουσία ή ένα μείγμα παρουσιάζει ιδιότητες που συνεπάγονται την ταξινόμησή της/του ως επικίνδυνη/ο. Σε αυτό το πλαίσιο, η ταξινόμηση αποτελεί την αφετηρία για την κοινοποίηση της επικινδυνότητας.
Η ύπαρξη συναφών πληροφοριών (π.χ. τοξικολογικά δεδομένα) για ουσία ή μείγμα που πληρούν τα κριτήρια ταξινόμησης του κανονισμού CLP επιτρέπει τον προσδιορισμό της επικινδυνότητας μιας ουσίας ή μείγματος βάσει μιας ορισμένης τάξης και κατηγορίας κινδύνου. Οι τάξεις κινδύνου στον κανονισμό CLP καλύπτουν τη φυσική επικινδυνότητα, την επικινδυνότητα για την υγεία, το περιβάλλον και άλλου είδους επικινδυνότητες.
Μετά την ταξινόμηση μια ουσίας ή μείγματος, η προσδιορισθείσα επικινδυνότητα πρέπει να κοινοποιείται στους υπόλοιπους φορείς της αλυσίδας εφοδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των καταναλωτών. Η επισήμανση επικινδυνότητας επιτρέπει την κοινοποίηση της ταξινόμησης επικινδυνότητας -με ετικέτες και δελτία δεδομένων ασφαλείας- στον χρήστη ουσίας ή μείγματος, ώστε να τον προειδοποιεί για την ύπαρξη επικινδυνότητας και για την ανάγκη διαχείρισης των σχετικών κινδύνων.
Στον κανονισμό CLP καθορίζονται αναλυτικά κριτήρια σχετικά με τα στοιχεία επισήμανσης: εικονογράμματα, προειδοποιητικές λέξεις και τυποποιημένες δηλώσεις επικινδυνότητας, πρόληψης, απόκρισης, αποθήκευσης και απόρριψης, για κάθε τάξη και κατηγορία κινδύνου. Στον κανονισμό καθορίζονται επίσης γενικά πρότυπα συσκευασίας, προκειμένου να εξασφαλίζεται ο ασφαλής εφοδιασμός των επικίνδυνων ουσιών και μειγμάτων. Πέραν της κοινοποίησης της επικινδυνότητας μέσω των απαιτήσεων επισήμανσης, ο κανονισμός CLP αποτελεί επίσης τη βάση πολλών νομοθετικών διατάξεων σχετικά με τη διαχείριση των κινδύνων που ενέχουν οι χημικές ουσίες.
Μέρος του κανονισμού CLP αποτελούν επίσης και οι ακόλουθες διεργασίες:
Εναρμονισμένη ταξινόμηση και επισήμανση
Η ταξινόμηση και επισήμανση ορισμένων επικίνδυνων χημικών εναρμονίζονται προκειμένου να διασφαλίζεται η κατάλληλη διαχείριση των κινδύνων σε όλη την ΕΕ.
Τα κράτη μέλη και οι παρασκευαστές, οι εισαγωγείς ή οι μεταγενέστεροι χρήστες μπορούν να προτείνουν εναρμονισμένη ταξινόμηση και επισήμανση μιας ουσίας. Μόνο τα κράτη μέλη μπορούν να προτείνουν επανεξέταση μιας υφιστάμενης εναρμόνισης και να υποβάλλουν προτάσεις εναρμονισμένης ταξινόμησης και επισήμανσης όταν μια ουσία είναι δραστική σε βιοκτόνα ή φυτοπροστατευτικά προϊόντα.
Εναλλακτικές χημικές ονομασίες σε μείγματα
Μέσω της εν λόγω διεργασίας, οι προμηθευτές μπορούν να χρησιμοποιούν εναλλακτική χημική ονομασία για ουσία που περιέχεται σε μείγμα, προκειμένου να προστατεύουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της επιχείρησής τους και, ειδικότερα, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας τους. Κάθε αίτημα για εναλλακτική χημική ονομασία που εγκρίνεται από τον ECHA είναι έγκυρο σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Ευρετήριο ταξινόμησης και επισήμανσης
Σύμφωνα με την υποχρέωση κοινοποίησης βάσει του κανονισμού CLP, απαιτείται από τους παρασκευαστές και τους εισαγωγείς να υποβάλλουν στο ευρετήριο ταξινόμησης και επισήμανσης που τηρεί ο ECHA πληροφορίες ταξινόμησης και επισήμανσης για τις ουσίες που διαθέτουν στην αγορά.
Κέντρα αντιμετώπισης δηλητηριάσεων
Το 2017, στον κανονισμό CLP προστέθηκε το νέο παράρτημα VIII, για την εφαρμογή των απαιτήσεων περί εναρμονισμένων πληροφοριών στο πλαίσιο κοινοποιήσεων βάσει του άρθρου 45. Οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται στους αρμόδιους φορείς του κράτους μέλους και χρησιμοποιούνται για την απόκριση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης υγείας (τα κέντρα αντιμετώπισης δηλητηριάσεων).
Στο παράρτημα VIII καθορίζεται ένας μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός (UFI), ο οποίος θα πρέπει να αναγράφεται στην ετικέτα του μείγματος με σκοπό, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης υγείας, τη σαφή σύνδεση ενός μείγματος που διατίθεται στην αγορά με τις διαθέσιμες για το μείγμα πληροφορίες.